Μπήκαμε στην Αλβανία σχετικά μουδιασμένοι μη ξέροντας τι θα συναντήσουμε και φύγαμε γνωρίζοντας ότι αποκτήσαμε όχι απλά κάτι διαφορετικό, αλλά και κάτι δικό μας. Μια εικόνα του γείτονά μας στο μέρος του. «Επιτέλους ήρθαμε σπίτι σας...» θα λέγαμε σε έναν πραγματικό γείτονα που δεν είχαμε επισκεφτεί ποτέ. Και οι Αλβανοί είναι διπλανοί μας, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και μέσα στο κράτος μας. Σαν να πήγαμε στο χωριό του διπλανού μας.

Κεντρική ιδέα; Οι παραστάσεις έντονες, αλλεπάλληλες και όλες καινούριες. Μια χώρα-γείτονας για την οποία δεν ξέραμε τίποτα (ενώ γνωρίζουμε τόσα για άλλες μακρινότερες) μας αποκαλύφθηκε. Έστω με τους εξοντωτικούς, και ως ένα σημείο παραισθησιογόνους ρυθμούς ενός τριημέρου. Η άφιξη σε έναν προορισμό ήταν απόλαυση μετά από τόσες ώρες στο λεωφορείο, κι αυτό ήταν ένα συναίσθημα που είχαμε ξεχάσει. Η πρόοδος μας κάνει να ξεχνάμε πόσο λίγο αυτονόητες είναι οι καθημερινές μας ανέσεις. Πάει καιρός που το οδικό δίκτυο της χώρας μας εκσυγχρονίστηκε. Οι συζητήσεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν ατελείωτες και οι απόψεις από διαφορετικές οπτικές, ανάλογα με τα βιώματα, την ηλικία ή την ενδόμυχη διάθεση του καθενός. Η παρέα αποτελούνταν από άτομα που έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο εξωτερικό μέχρι στρατιωτικούς, από τριαντάρηδες μέχρι εξηντάρηδες, άντρες και γυναίκες.

Κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος συνταξιδιώτης μονολόγησε χαμογελώντας: «εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε για τέτοια ταξίδια... Θα πρέπει να πηγαίνουμε σε 'ανεβασμένες' χώρες. Αυτά που βλέπουμε εδώ, μας κάνουν να θυμόμαστε.» Μια συνταξιδιώτισσα καθώς περιδιαβαίναμε τις φτωχογειτονιές στην Αυλώνα, δήλωσε: «αν είχα παιδιά θα τα έφερνα στην Αλβανία για να εκτιμήσουν αυτό που έχουν και να αντιληφθούν ποια απόσταση έχουμε διανύσει ως χώρα...» Αυτές οι δύο κουβέντες είναι συμπληρωματικές: αυτό που σε απωθεί μπορεί και να σε τονώνει. Για τους Έλληνες, τα Βαλκάνια είναι ένας διπλός καθρέφτης που μας βοηθάει να διατηρούμε ταυτοχρόνως επαφή και απόσταση από τη Δύση.

Όποτε νιώθουμε στριμωγμένοι από τις απαιτήσεις του εξευρωπαϊσμού, καταφεύγουμε στις θετικές εικόνες που μας στέλνει ο βαλκανικός καθρέφτης (
εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε) για να δηλώσουμε τη διάκρισή μας από το δυτικό πρότυπο. Όποτε πάλι αισθανόμαστε ως βάρος την υστέρηση από τη Δύση ή βλέπουμε να αμφισβητείται η δυτική μας ταυτότητα, καταφεύγουμε στις αρνητικές εικόνες του καθρέφτη, συγκρίνουμε τους εαυτούς μας και εστιάζουμε στο πόσο διαφέρουμε από τους καθυστερημένους γείτονες.

Τελικά: Αυθαίρετα, νοθεία, μπάζα, εθνική τάση απομονωτισμού, παθητικότητα, επιδειξιμανία, έλλειψη υποδομών, διαφθορά, μιζέρια. Ίσως σαν Έλληνες υπήρξαμε τόσο αρνητικά διατεθειμένοι απέναντι στους Αλβανούς, γιατί σ’ αυτούς υποψιαζόμασταν μια αρνητική εκδοχή του ίδιου μας του εαυτού. Μια καθαρά βαλκανική εκδοχή μας, την οποία προσπαθήσαμε – και ως ένα σημείο καταφέραμε – να αφήσουμε πίσω μας. Μια εκδοχή όμως που ψήγματά της, υπάρχουν, ακόμα - καθαρότατα - μέσα μας.
Ένα κείμενο αφιερωμένο στη συντροφιά του Σ.Π.ΟΡ.Τ.
______________________________