Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007
memories
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007
Τρίτη, Ιουλίου 10, 2007
Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2007
Εκδρομή στο παρελθόν _η άγνωστη γείτονας_(arch_s)
'I arratisur'
Στο Δημοτικό, στην πρώτη (την μόνη τάξη που πρόλαβα να κάνω εκεί), είχα μια συμμαθήτρια τη Μπ. Ο πατέρας της είχε φύγει με ένα φουσκωτό για κάπου αλλού και δεν είχε ξαναγυρίσει. Μόνο αυτό θυμάμαι. Και η οικογένειά της είχε στιγματιστεί ως η οικογένεια 'αυτού που το έσκασε' από το 'καλό κράτος'. Κάθε πρωί ερχόταν στο σχολείο ιδιαίτερα φροντισμένη. Έφτιαχνε τα μαλλιά της με νερό και τα έστρωνε πάνω στο κεφάλι της σε μια λοξή αφέλεια. Η ποσότητα του νερού ήταν αρκετή ώστε να μην εξατμιστεί για καμιά ώρα. Τότε νομίζω ότι τα παιδιά την κορόιδευαν. Εγώ δε θυμάμαι να το έκανα γιατί πάντα η μαμά μου, που δούλευε στο ίδιο σχολείο την κοιτούσε με μια συμπάθεια, και ήταν σαν να έλεγε 'άσε την σε ό,τι έχει υποφέρει ως τώρα'. Τελευταία την σκέφτομαι αρκετά. Αναρωτιέμαι αν βρήκε τον μπαμπά της. Ρώτησα και τη μαμά μου αλλά δεν ήξερε. Αυτό που μου είπε με τον γνωστό της τόνο (θέλει πάντα να αποφορτίζει τέτοιες καταστάσεις) 'αυτή θα έχει γίνει κοτζάμ κοπελάρα τώρα, θα σας έχει βάλει τα γυαλιά εσάς των υπολοίπων'. Θέλω να έχει βρει τον μπαμπά της. Τόσο αδύναμη, με τη μαύρη ποδιά και το λευκό γιακά, έγερνε το κεφάλι της καθώς συρρίκνωνε το σώμα της έτσι ώστε να εξαφανιστεί όσο γίνεται από τον χώρο, το μόνο που την κρατούσε στην πραγματικότητα ήταν τα βρεγμένα της μαλλιά.
(το post αυτό μάλλον λόγω ζέστης)
Σάββατο, Απριλίου 14, 2007
Ένα ταξίδι internet-ικό
Έχω μόνο Αλβανούς φίλους που ζουν στην Αλβανία (θεωρώ ότι είναι λιγότερο 'μεταλλαγμένοι' από τους υπόλοιπους Αλβανούς που ζουν ανά τη γη). Ένας από αυτούς εργάζεται σε μια οργάνωση για τα δικαιώματα των γυναικών, και ουσιαστικά είναι ένας μόνος άντρας ανάμεσα σε αρκετές γυναίκες.
Η λέξη 'teta'1 αντιστοιχεί στη λέξη 'κυρία' (μετά το teta ακολουθεί το όνομα της κυρίας), αλλά χρησιμοποιείται κυρίως από παιδιά για να αποκαλέσουν τις άγνωστες κυρίες στο δρόμο (εδώ δεν ακολουθεί όνομα ύστερα από την προσφώνηση), τις γειτόνισσες, τις φίλες της μαμάς, τις γυναίκες των θείων, και διαφόρες άλλες κυρίες. Νομίζω ότι μετά την ηλικία των δώδεκα είναι μάλλον αφελές (ίσως να σε περνάνε και για ανόητο) το να χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη.
Νομίζω ότι λατρεύω αυτή τη λέξη. Τη χρησιμοποιώ ακόμα, αναφερόμενη κυρίως σε άγνωστες γυναίκες, κυρίες σε καταστήματα, σε υπηρεσίες, στο λεωφορείο, άγνωστες σε μένα αλλά γνωστές γνωστών μου ανθρώπων, και πάντα όταν βρίσκομαι 'εκδρομή στην Αλβανία'. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το κάνω επειδή δεν γνωρίζω καλά αλβανικά, και γελούν βρίσκοντάς το χαριτωμένο και ύστερα αναλύοντας το πόσο φυσιολογικό είναι να ξεχάσει κάποιος μια γλώσσα που την άκουσε και χρησιμοποίησε τα πρώτα χρόνια της ζωής τους και συνεχίζουν ότι εκείνοι δε θα το επέτρεπαν σε αντίστοιχη θέση να συμβεί αυτό στα παιδιά τους ή στον εαυτό τους, και τελείωνουν με την ιστορία κάποιου γνωστού τους που τα παιδιά τους γεννήθηκαν μεν στην Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες (αν γνωρίζουν πολιτεία την αναφέρουν και αυτή, ίσως γιατί η Αμερική είναι μεγάλη, ίσως γιατί έχει άλλη χάρη και ίσως γιατί μιλάμε πάντα για την unReal America), αλλά μιλούν από τα 2 συνήθως τους χρόνια άπταιστα Αλβανικά παράλληλα με τη γλώσσα της χώρας στην οποία μεγαλώνουν.
Ο φίλος μου (που δουλεύει στην οργάνωση για τα δικαιώματα των γυναικών) σπεύδει να μου ευχηθεί (internet-ικά) 'χρόνια πολλά' την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και με ενημερώνει ότι θα απομακρυνθεί από τον υπολογιστή λόγω κάποιας προγραμματισμένης πορείας-εκδήλωσης από διάφορες οργανώσεις γυναικών (υπάρχουν αρκετές), στο κέντρο των Τιράνων. Περίπου δύο ώρες αργότερα επιστρέφει με φωτορεπορτάζ. Εγώ χαίρομαι που υπάρχει κάποια κινητοποίηση, εκείνος ταλαιπωρείται απλά από τις γυναίκες της δουλειάς (και αυτό του δίνει ακόμα ένα πάτημα για το πόσο 'ταλαιπωρητικές' μπορεί να είναι οι γυναίκες). Η ημέρα τελειώνει με ένα είδος γλεντιού για τις γυναίκες στο γραφείο του. Μέσα στον ορισμό της φιέστας αυτής είναι και το φόρτωμα όλων των εκκρεμοτήτων της ημέρας στον μοναδικό άντρα ανάμεσά τους (το φίλο μου). Το καλό είναι ότι δεν καταλαβαίνω τις λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί για να τις περιγράψει και τα αγγλικά του είναι αρκετά ευγενικά για να αποδόσουν την ακριβή σημασία τους.
1Σε ένα λεξικό της πλάκας που έχω πρόχειρο αναφέρει 'této, -ja, -, -t, [η] . η θεία, η θειά (μιλάμε σχεδόν για διαφορετική λέξη).
Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007
Εκδρομή στην Αλβανία - Yannis_H
Το παρακάτω κείμενο είναι οι εντυπώσεις μου από αυτό το ταξίδι, αλλά και απαύγασμα των ατέλειωτων συζητήσεων που είχα με έναν καλό μου φίλο (που έτυχε ν’ ανοίξει και φωτο-blog, γι’ αυτό μπορώ να δώσω και αυτό το link).
Τελευταία, γίνεται προσπάθεια να προσθέτουν κι άλλοι τις εμπειρίες και απόψεις τους από επίσκεψή τους σ' αυτή τη χώρα (γι’ αυτό και η παρούσα εισαγωγή, με τον διευκρινιστικό τίτλο του νικ μου). Περισσότερες λεπτομέρειες εδώ.
Επειδή οι ημερομηνίες μπορεί να μπερδεύουν: το blog δημιουργήθηκε παλιά, αλλά παρέμεινε ανενεργό μέχρι να την «επέτειο» του ταξιδιού, την Καθαρά Δευτέρα.
Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετά την αλλαγή του καθεστώτος, τις πυραμίδες χρημάτων που κατέρρευσαν και τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, προέκυψαν περιοχές όπου ο λαός χωρίστηκε σε δύο μέρη: Σε αυτούς που έφυγαν στο εξωτερικό (Ιταλία και Ελλάδα) και σ’ αυτούς που δουλεύουν για τη μαφία. Οι δυο κύριες πηγές εισοδήματος – και σε μερικές περιπτώσεις οι μοναδικές - αποτελούν το συνάλλαγμα που στέλνουν οι μετανάστες και η παρανομία.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Στη νότιο Αλβανία υπάρχουν συγκροτήματα χωριών όπου δεν κυκλοφορεί άλλο αυτοκίνητο από τη Mercedes – και μάλιστα, τελευταία και πανάκριβα μοντέλα. Κανένα δεν μπορεί να βγει στο εξωτερικό: είναι όλα κλεμμένα και προορισμένα για τοπική οδήγηση. Το παράδοξο είναι ότι το πιο ταιριαστό αυτοκίνητο για το αλβανικό οδικό δίκτυο θα ήταν το 4Χ4. Το όριο ταχύτητας στις εθνικές οδούς ποικίλει μεταξύ είκοσι και σαράντα χιλιομέτρων την ώρα ενώ η πραγματική μέση ταχύτητα για τον μη μυημένο στους δρόμους είναι γύρω στα εικοσιπέντε. Αυτό είναι και το πλέον πολύτιμο μυστικό για όποιον θα ήθελε να επισκεφτεί την Αλβανία: να προγραμματίζει μικρές διαδρομές και όχι πάνω από έναν προορισμό την ημέρα. Αποστάσεις των εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων μπορεί να απαιτούν έως και δεκατρείς ώρες οδήγηση. Το πλέον χαρακτηριστικό ότι την τρίτη μέρα τυλίγαμε με γάζες το χέρι του (επαγγελματία) οδηγού μας. Είχε πρηστεί από τις αλλαγές ταχυτήτων.
Σε ένα μέρος όπου όλοι έχουν από μια Mercedes, αυτή παύει πλέον να αποτελεί αξία όπως στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Μοιάζει μάλλον με συλλογικό απωθημένο.
Εντυπώσεις
Ο τεράστιος αριθμός τους, αλλά και η οδική συμπεριφορά δημιουργούν την αίσθηση ότι η ζωή εδώ παραείναι φθηνή. Το τυπικό προσπέρασμα δεν σημαίνει ότι μπαίνεις στο αντίθετο ρεύμα, αλλά και ότι το μισό αυτοκίνητο βγαίνει από το δρόμο (λόγω στενότητας), ενώ αναπτύσσεις ταχύτητα κορνάροντας.
Σχεδόν όλα τα μνημεία αφορούν άντρες. Οι γυναίκες είναι απούσες από κάποια μέρη στην Αλβανία. Η θέση πίσω από το τιμόνι είναι ένα από αυτά. Η εξαίρεση των γυναικών από την κοινωνία της ισότητας ήταν κοινός κανόνας στα πρώην κομμουνιστικά κράτη, αλλά στην Αλβανία, λόγω θρησκεύματος, υπήρξε ισχυρότερη. Σε μερικές οικογένειες, οι γυναίκες δεν τρώνε καν με τους άντρες. Με την έξοδο των Αλβανών στην Ευρώπη, η θέση της γυναίκας έχει μπει σε μια πορεία αναβάθμισης. Γνωρίσαμε Αλβανίδες που έχουν ζήσει χρόνια στην Ελλάδα (ευγενέστατες και πολύ χαρούμενες που έβλεπαν Έλληνες) οι οποίες μοιράζονται πλέον ελάχιστα με τις τυπικές γυναίκες της χώρας τους.
Ένα άλλο πράγμα που λείπει από την Αλβανία είναι η διασκέδαση. Δεν λείπουν μόνο τα τυπικά μπαράκια, οι καφετέριες και τα κλαμπ, αλλά και αυτό που θα ονομάζαμε «περιρρέουσα ατμόσφαιρα».
Σημαντική εδώ είναι και η έλλειψη φωτός. Οι δρόμοι στα χωριά και σε αρκετές περιοχές των πόλεων δεν ηλεκτροδοτούνται, ενώ η ένταση των λαμπτήρων είναι αισθητά χαμηλότερη – λόγω χαμηλότερης ισχύος. Οι θαμποί, σχεδόν κίτρινοι λαμπτήρες, σε κάνουν ν' αναρωτιέσαι για την πρώτη εντύπωση ενός Αλβανού που έφτανε στην Ελλάδα. Οι νυχτερινές πόλεις μας πρέπει να φάνταζαν εξαιρετικά γιορτινές και έντονες...
Αργυρόκαστρο
Η πρώτη εντύπωση από το Αργυρόκαστρο είναι αυτή ενός βομβαρδισμένου τοπίου. Το χωριό θα μπορούσε να βρίσκεται στο μεταπολεμικό Κόσοβο. Ο εχθρός του όμως δεν έχει πατρίδα και σημαία, είναι ο χρόνος και η απαξίωση. Το θετικό είναι ότι τα σπίτια κατοικούνται και αυτό βεβαιώνει ότι συντηρούνται και δε θα καταρρεύσουν. Βλέπεις μεγάλα αρχοντικά με σκαλιστά παράθυρα, τις πέτρινες χαρακτηριστικές στέγες της περιοχής σε ένα σταθερό σταχτί χρώμα που μπορεί και να περνιέται για τοπικό ιδίωμα, προσφέροντας ένα αληθοφανές άλλοθι στην απαξίωση.
Οι φιγούρες στην αρχή μοιάζουν βγαλμένες από ταινία, είναι καταθλιπτικές και μίζερες. Αρχίζοντας όμως την περιήγηση μπήκαμε σε μια άλλη διάθεση και προοπτική, ώσπου στο τέλος δεν βλέπαμε πλέον το Αργυρόκαστρο όπως είναι αλλά όπως θα μπορούσε να είναι. Μετά τα «εάν» και τα «εφόσον φτιαχτεί», όλοι οι Έλληνες συμπλήρωναν: «ποιά Ζαγοροχώρια και ποιά Ρούμελη!» Ο Έλληνας δεν είναι επιρρεπής σε τέτοια λόγια, ιδίως όταν επισκέπτεται «παρακατιανά» κράτη. Το Αργυρόκαστρο είναι μια πόλη με δυναμική και αυτό – δίχως να παραβλέπουμε την παρούσα δραματική κατάσταση – αποτελεί απτό πλεονέκτημα.
Ένας μύθος που πρέπει να ανασκευαστεί, είναι ότι ο κόσμος στο Αργυρόκαστρο μιλά ελληνικά. Σίγουρα πολλοί ξέρουν ελληνικά, αλλά μεταξύ τους, δημόσια, μιλούν αλβανικά. Ακούσαμε στη γλώσσα μας «καιρό είχαμε εδώ να δούμε τουρίστες». Δεν δώσαμε την εντύπωση που θα θέλαμε. Πιεσμένοι από το χρόνο μπήκαμε στην πόλη, χαλάσαμε αρκετά φιλμς ο καθένας κάνοντας εισβολή στον ιδιωτικό τους χώρο και εξαφανιστήκαμε για να μη μας προλάβει το σκοτάδι. Οι ντόπιοι δεν έχουν συνηθίσει στις φωτογραφικές μηχανές. Πόζαραν ευγενικά, αν και αμήχανα. Ήταν κάτι που το συναντήσαμε σε όλα τα μέρη.
ΑΥΛΩΝΑ
Την επόμενη μέρα είχαμε την ευκαιρία να δούμε την Αυλώνα, μια σύγχρονη αλβανική πόλη. Χτισμένη στις όχθες της Αδριατικής φαίνεται πως προορίζεται για τουριστικό θέρετρο. Μεγάλα ξενοδοχεία στην ακρογιαλιά, μπαράκια μεταφερμένα λες αυτούσια από την Καλαμαριά ή το Τουρκολίμανο, φοίνικες στις πλατείες. Τα μέρη αναψυχής αντιγράφουν είτε την Ελλάδα είτε την Ιταλία. Δεν είναι ακόμα πολλά αλλά η ανοικοδόμηση είναι τεράστια και χαοτική.
Η έννοια «αυθαίρετο» εδώ βρίσκει τον ορισμό της. Μια γραφική λεπτομέρεια: Όπως στην Ελλάδα μερικοί βάζουν στην κορυφή του αυθαίρετού τους ένα σταυρό δηλώνοντάς το στην αρχή σαν εκκλησάκι, έτσι στην Αλβανία βάζουν μια σημαία για να παραπέμπει σε κτίριο του κράτους.
Λίγα λεπτά από την πλατεία η πραγματικότητα είναι διαφορετική και η εικόνα του τουριστικού θέρετρου χάνεται. Άλλες παραβολές με την χώρα μας: Το σύνολο σχεδόν των σπιτιών είναι ζωσμένα με κάγκελα, όπως τα σπίτια των ακριτικών χωριών που βλέπουμε στις ειδήσεις «από το φόβο των Αλβανών». Και, «εάν κάποιος θα ήθελε να γυρίσει μια ταινία για την Ελλάδα του ’50 δε χρειάζεται να χτίσει σκηνικό... Μπορεί να το γυρίσει εδώ.» Οι μαχαλάδες, όπως τους ξέρουμε από παλιές ελληνικές ταινίες, βρίσκονται μπροστά μας.
Στα πεζοδρόμια του κεντρικού δρόμου της Αυλώνας ξεφυτρώνουν λυόμενα μαγαζιά. Η μεγάλη άνθηση στην Αλβανία έχει να κάνει με αυτά τα μικρά εμπορικά καταστήματα. Αν και αυθαίρετα από δομικής άποψης, είναι ό,τι πιο νόμιμο έχει να επιδείξει η τοπική οικονομία. Σε κάποιες περιπτώσεις η βαλκανική εφευρετικότητα θριαμβεύει – όπως το δένδρο στο πεζοδρόμιο που μετατράπηκε σε ντεκόρ για το μικρό καφενεδάκι.
PATOS
Αν η Αλβανία μοιάζει, λόγω της ανομίας της, με ένα «Φαρ Ουέστ της Ευρώπης», οι πετρελαιοπηγές τη συμπληρώνουν σαν σκηνικό από παρατραβηγμένο αστείο. Δεν μπορείς να μη χαμογελάσεις βλέποντας στην πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης το απώτατο σύμβολο του πλούτου. Όπως είπαμε όμως, με βάση τα σύμβολα η Αλβανία πάει καλά – στην πραγματικότητα είναι που τα χαλάει. Οι πετρελαιοπηγές μπορεί να είναι για την εθνική οικονομία της ό,τι οι Mercedes για τους πολίτες της.
Η αλβανική παραγωγή πετρελαίου είναι βέβαια μικρή, αν όχι λόγω των αποθεμάτων, σίγουρα λόγω της τεχνολογίας. Ξέρουμε ότι ο Χότζα ήθελε τη χώρα του αυτάρκη σε όλους τους τομείς (συμπεριλαμβανομένης και της ενέργειας) και μάλλον τα κατάφερνε. Βέβαια, οι ανάγκες στην εποχή του ήταν αυστηρά ελεγχόμενες. Ελάχιστοι είχαν αυτοκίνητα και όλα ανήκαν στο κράτος.
Σήμερα το Patos είναι, πέρα από το πλέον έντονο σύμβολο στις αλβανικές αντιθέσεις, ένας πραγματικός «κρανίου τόπος», μια οικολογικά κατεστραμμένη περιοχή. Διάφορες διεθνείς οργανώσεις ασχολούνται με την ανάπλασή του.
Η οικολογία γενικά δεν είναι το δυνατό σημάδι των Αλβανών. Πιθανόν να ήταν το τελευταίο που θα απασχολούσε μια κυβέρνηση σαν του Χότζα ή ένα λαό που ξύπνησε από ένα λήθαργο 70 ετών για να ανακαλύψει ότι είναι ο φτωχότερος στην Ευρώπη. Φαίνεται όμως να παίζουν ρόλο και κάποια βαλκανικά μοντέλα συμπεριφοράς, στα οποία δεν είμαστε ξένοι - απλά, σε μια χώρα σαν την Αλβανία βρίσκουμε τον υπερθετικό βαθμό αυτής της εκδοχής μας.
Το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα είναι τα μπάζα, τα οποία στην Αλβανία καθίστανται οπτική εμπειρία. Δύσκολα θα φανταστείτε Έλληνες να θεωρούν τα μπάζα αξιοθέατα, αλλά πιστέψτε με, ήταν τόσο αχανή που τα χαζεύαμε σαν Γιαπωνέζοι τουρίστες. Κάποιες φορές είδαμε εκτάσεις μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι να καλύπτονται από σκουπίδια σε μπλε νάιλον σακούλες – έμοιαζε περισσότερο με εικαστική παρέμβαση παρά με μόλυνση. Μια εικόνα που θα έκανε οποιονδήποτε εργοστασιάρχη να λυπάται που δεν είναι προμηθευτής της χώρας σε πλαστικά είδη.
Η έλλειψη σεβασμού – ή ακόμα και στοιχειώδους ενδιαφέροντος – για το περιβάλλον, φτάνει μερικές φορές σε απελπιστικό βαθμό. Ειδικά στο χωριό Patos, είδαμε κατάμαυρους και γεμάτους σκουπίδια χείμαρρους να περνούν ανάμεσα από σπίτια. Αυτό πάλι, δεν εμπόδιζε το χτίσιμο πραγματικών παλατιών ανάμεσα στους μαχαλάδες, τα χαμόσπιτα και τους χείμαρρους – έχοντας μάλιστα για θέα ακριβώς αυτά. Η επιδειξιμανία προς τους πάμφτωχους γείτονες, η αδιαφορία και ο εγωκεντρισμός στο έπακρο. Στην κατανόηση αυτού του άγριου μικρόκοσμου, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι βίλες δε χτίστηκαν με χρήματα από τη γεωργία ή το πετρέλαιο...
BERATI
Το Berati ξαφνιάζει από την αρχή. Υπάρχει μια οργανωμένη πλατεία για τη στάθμευση τουριστικών λεωφορείων. Η διαδρομή
μέχρι το κάστρο και την Ακρόπολη θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη. Το ότι βρισκόμαστε σε μη τουριστική χώρα μας το θυμίζει η έλλειψη άλλων τουριστών και μερικά φτωχοντυμένα παιδιά που ζητούσαν «πενήντα λεπτά».
Στις παρυφές του κάστρου – στην καρδιά της τουριστικής περιοχής - δεσπόζει μια ορθόδοξη εκκλησία, χωρίς σταυρό στον τρούλο. Κάτω από άλλες συνθήκες θα μπαίναμε αυτόματα στη νοοτροπία του τουρίστα, εξερευνώντας το κάστρο και φωτογραφίζοντας τη θέα. Η έκταση όμως μπροστά μας είναι μια τεράστια αλάνα με εγκαταστάσεις παιδικής χαράς, ενώ πίσω από την εκκλησία πέφτουμε σε μια παρέα ντόπιων γυναικών ξαπλωμένες στο γρασίδι. Σχεδόν πιο ξαφνιασμένες από εμάς, σταματάνε τις συζητήσεις και το πλέξιμο.
Δεν μπαίνουμε σε μια τουριστική περιοχή που ανήκει δικαιωματικά στους επισκέπτες και όπου είναι φυσικό να περιδιαβαίνουμε αδιάκριτα και να βγάζουμε φωτογραφίες. Εισβάλουμε σε μια καθημερινότητα, σε έναν παράξενο μεν, αλλά παρόλα αυτά ιδιωτικό χώρο κάποιων. Ίσως το Berati να προοριζόταν κάποτε για τουριστικό θέρετρο – το αποδεικνύουν τα σημάδια των υποδομών του - αλλά από τότε κύλησε αρκετός χρόνος και η ζωή απέκτησε άλλους ρυθμούς.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα «τουριστικά γονίδια» δεν λειτούργησαν – και από τις δυο πλευρές.
Εμείς μεν τελικά σκορπίσαμε φωτογραφίζοντας τη θέα και κάποιες ντόπιες άπλωσαν «τουριστική πραμάτεια»: κυρίως, κεντητά με βελονάκι.
Ο λόφος στο οποίο είναι χτισμένα το κάστρο, η Ακρόπολη, είναι γεμάτος πεύκα, αλλά αρκετές πινελιές θύμιζαν συνεχώς την ιδιωτική του υπόσταση. Στην Ακρόπολη κάποιος τάιζε πάπιες και κότες ενώ παραπέρα η γυναίκα του έπαιζε με την κορούλα τους. Μια καμπουριασμένη γριά προχωρούσε στην Ακρόπολη λες και ήταν η αυλή του σπιτιού της. Ενώ προχωρούσαμε στις πολεμίστρες, βρισκόμασταν σε απόσταση λίγων μέτρων από κήπους με ζαρζαβατικά και νοικοκυραίους που ξεκουράζονταν στις αυλές των σπιτιών τους.
Υπήρχαν όμως και μερικές αμιγώς «βαλκανικές» πινελιές: Τα ενδότερα του κάστρου είναι πάλι γεμάτα σκουπίδια· σε ένα τοίχο του κεντρικού του μέρους βρίσκεται ζωγραφισμένο ένα τέρμα ποδοσφαίρου· στην κορυφή της Ακρόπολης είναι στημένες αντένες τηλεόρασης και κινητής τηλεφωνίας· η μια πλαγιά του λόφου είναι γεμάτη μπάζα. Αργότερα, στην πόλη βλέπουμε έναν αρχαιολογικό χώρο να αποτελεί το όριο ενός γηπέδου μπάσκετ. Πρόκειται για την πρώτη αίσθηση ότι αν θέλουμε να δούμε από που έρχονται μερικές από τις καταβολές μας, είναι καλύτερο να κοιτάξουμε στο χώρο – όχι στο χρόνο.
Επιτρέψτε μου μια παρένθεση, ιδιαίτερα αναφορικά με τη χρησιμοποίηση μνημείων με «ασεβή» - σε βαθμό αφέλειας – τρόπο. Μου έφερε στο μυαλό μια φωτογραφία της Αψίδας Γαλερίου, η οποία στις αρχές του αιώνα χρησίμευε ως τοίχος για παράπλευρα εμπορικά και σπίτια. Υπάρχουν εγχώριες ιστορίες που υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες σέβονται τα μνημεία τους και μερικοί θα υποστήριζαν ότι τα εν λόγω κτίρια ήταν σίγουρα Μουσουλμάνων – θα ταίριαζε με το θρήσκευμα των Αλβανών. Αυτό μάλλον δεν είναι αλήθεια. Προσωπικά, έχω την εντύπωση ότι αν κάποιος δε σέβεται το φυσικό του περιβάλλον – και ο Βαλκάνιος γενικά δεν το σέβεται - είναι αδύνατο να σέβεται τα μνημεία. Και αν εδώ κάνω λάθος και σεβόταν τα μνημεία, θα αποτελούσε λάθος κλίμακα αξιών. Η έλλειψη σεβασμού στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον είναι όψεις του ίδιου νομίσματος: είναι πλήρης οικειοποίηση του χώρου, χωρίς μέριμνα ούτε για το χτες (ιστορία) ούτε για το αύριο (περιβάλλον). Και πρόκειται για κάτι που συναντάμε σε ολόκληρη τη βαλκανική.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Και φτάνουμε στην τραγική ειρωνεία του ταξιδιού. Συντελέστηκε στους Αγίους Σαράντα, όπου είχαμε κανονίσει το τελευταίο γλέντι σε ξενοδοχείο που ανήκε σε Έλληνα (όχι της μειονότητας: γέννημα θρέμμα). Την επομένη μέρα μαθαίνουμε ότι μας χρέωσε εικοσιπέντε ευρώ κατ’ άτομο για το φαγητό.
Με αυτήν την τελευταία εντύπωση αφήσαμε πίσω μας τους Άγιους Σαράντα και ξεκινήσαμε για τα σύνορα. Αν και η Καθαρά Δευτέρα ήταν ηλιόλουστη, στην Κατάρα έριχνε χιόνι. Το λεωφορείο σταμάτησε μερικές φορές διότι το πετρέλαιο που είχαμε αγοράσει στην Αλβανία ήταν νοθευμένο με νερό και το φίλτρο χρειαζόταν συχνά άδειασμα. Ήταν η τελευταία αντήχηση της Αλβανίας - σε λίγο τρώγαμε καθαροδευτεριάτικα φαγητά στο Μέτσοβο.
Αντί Επιλόγου
Κεντρική ιδέα; Οι παραστάσεις έντονες, αλλεπάλληλες και όλες καινούριες. Μια χώρα-γείτονας για την οποία δεν ξέραμε τίποτα (ενώ γνωρίζουμε τόσα για άλλες μακρινότερες) μας αποκαλύφθηκε. Έστω με τους εξοντωτικούς, και ως ένα σημείο παραισθησιογόνους ρυθμούς ενός τριημέρου. Η άφιξη σε έναν προορισμό ήταν απόλαυση μετά από τόσες ώρες στο λεωφορείο, κι αυτό ήταν ένα συναίσθημα που είχαμε ξεχάσει. Η πρόοδος μας κάνει να ξεχνάμε πόσο λίγο αυτονόητες είναι οι καθημερινές μας ανέσεις. Πάει καιρός που το οδικό δίκτυο της χώρας μας εκσυγχρονίστηκε. Οι συζητήσεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν ατελείωτες και οι απόψεις από διαφορετικές οπτικές, ανάλογα με τα βιώματα, την ηλικία ή την ενδόμυχη διάθεση του καθενός. Η παρέα αποτελούνταν από άτομα που έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο εξωτερικό μέχρι στρατιωτικούς, από τριαντάρηδες μέχρι εξηντάρηδες, άντρες και γυναίκες.
Κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος συνταξιδιώτης μονολόγησε χαμογελώντας: «εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε για τέτοια ταξίδια... Θα πρέπει να πηγαίνουμε σε 'ανεβασμένες' χώρες. Αυτά που βλέπουμε εδώ, μας κάνουν να θυμόμαστε.» Μια συνταξιδιώτισσα καθώς περιδιαβαίναμε τις φτωχογειτονιές στην Αυλώνα, δήλωσε: «αν είχα παιδιά θα τα έφερνα στην Αλβανία για να εκτιμήσουν αυτό που έχουν και να αντιληφθούν ποια απόσταση έχουμε διανύσει ως χώρα...» Αυτές οι δύο κουβέντες είναι συμπληρωματικές: αυτό που σε απωθεί μπορεί και να σε τονώνει. Για τους Έλληνες, τα Βαλκάνια είναι ένας διπλός καθρέφτης που μας βοηθάει να διατηρούμε ταυτοχρόνως επαφή και απόσταση από τη Δύση.
Όποτε νιώθουμε στριμωγμένοι από τις απαιτήσεις του εξευρωπαϊσμού, καταφεύγουμε στις θετικές εικόνες που μας στέλνει ο βαλκανικός καθρέφτης (εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε) για να δηλώσουμε τη διάκρισή μας από το δυτικό πρότυπο. Όποτε πάλι αισθανόμαστε ως βάρος την υστέρηση από τη Δύση ή βλέπουμε να αμφισβητείται η δυτική μας ταυτότητα, καταφεύγουμε στις αρνητικές εικόνες του καθρέφτη, συγκρίνουμε τους εαυτούς μας και εστιάζουμε στο πόσο διαφέρουμε από τους καθυστερημένους γείτονες.
Τελικά: Αυθαίρετα, νοθεία, μπάζα, εθνική τάση απομονωτισμού, παθητικότητα, επιδειξιμανία, έλλειψη υποδομών, διαφθορά, μιζέρια. Ίσως σαν Έλληνες υπήρξαμε τόσο αρνητικά διατεθειμένοι απέναντι στους Αλβανούς, γιατί σ’ αυτούς υποψιαζόμασταν μια αρνητική εκδοχή του ίδιου μας του εαυτού. Μια καθαρά βαλκανική εκδοχή μας, την οποία προσπαθήσαμε – και ως ένα σημείο καταφέραμε – να αφήσουμε πίσω μας. Μια εκδοχή όμως που ψήγματά της, υπάρχουν, ακόμα - καθαρότατα - μέσα μας.
Ένα κείμενο αφιερωμένο στη συντροφιά του Σ.Π.ΟΡ.Τ.